- συμμονή
- ἡ, Α1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο2. γραμμ. άμεση σχέση3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο5. συμβίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή].
Dictionary of Greek. 2013.